Το τελευταίο καιρό καλούμενος να προσβάλλω το κύρος και την νομιμότητα διαταγών πληρωμής που εκδόθηκαν με αιτία πληρωμής τα τοκοχρεολυτικά δάνεια φερόμενου συναλλάγματος ελβετικών φράγκων, διαπίστωσα πως τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων τους που προσκόμισαν για να αποδείξουν, βασιζόμενες σε δικονομική συμφωνία, τις απαιτήσεις τους οι 3 συστημικές τράπεζες, ουδόλως ήταν συντεταγμένα με τους νόμιμους τύπους, όπως άλλωστε επιτάσσει το άρθρο 448 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ δυνάμει του οποίου :
"Τα βιβλία που αναφέρονται στις περιπτώσεις των ά και ΄β της παραγράφου 1 του άρθρου 444, εφόσον είναι συντεταγμένα με τους νόμιμους τύπους, αποτελούν μεταξύ εμπόρων ή άλλων προσώπων υποχρεωμένων να τηρούν όμοια βιβλία πλήρη απόδειξη για όσα αναφέρονται σε αυτά.....κατά προσώπων όμως που δεν έχουν υποχρέωση να τηρούν αυτά τα βιβλία αποτελούν πλήρη απόδειξη για το μέγεθος της απαίτησης, όταν η ύπαρξή της είναι αποδεδειγμένη με άλλο τρόπο, και μόνο για ένα έτος από την εγγραφή"
Συνεπώς, σε πρώτη φάση χρήσιμο είναι να αναφερθεί τί θεωρούνται ως αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων, πως θα έπρεπε να συντάσσονται και γιατί η σύνταξή τους κατά συγκεκριμένο τρόπο από τις 3 συστημικές τράπεζες το μεν συνιστά κακόπιστη εκπλήρωση της παροχής, το δε υπερβαίνει τα ακραία αξιολογικά όρια του άρθρου 281ΑΚ, δηλ. τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά χρηστά ήθη.
Α.
Στην τραπεζική ορολογία που έχει υιοθετηθεί συλλήβδην από την ελληνική
νομολογία, απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων αποτελεί ένας συνοπτικός λογιστικός
πίνακας, τμήμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, που τηρείται απ’ αυτήν,
προσδιορίζεται με συγκεκριμένο αριθμό, τον αριθμό λογαριασμού, και απεικονίζει
τις δοσοληψίες της με συγκεκριμένο πελάτη. Ειδικότερα, ο ουσιαστικός
τραπεζικός λογαριασμός περιλαμβάνει την διαρκή καταχώριση αριθμητικών μεγεθών,
που προκύπτουν από την βαθμιαία εκπλήρωση συγκεκριμένης συμβατικής πιστωτικής
σχέσεως, προς το σκοπό της μαθηματικής απεικόνισης, της παρακολούθησης και της
λογιστικής της εξυπηρέτησης. Τα εν λόγω αποσπάσματα είναι χωρισμένα σε στήλες,
σε κάθε μια από τις οποίες αναγράφονται: Ο αύξων αριθμός της εγγραφής, η ημερομηνία της
εγγραφής, η ημερομηνία, κατά την οποία η εγγραφή αποκτά νομική ισχύ, είτε ως
αντικείμενο απαίτησης ή εκπλήρωσης υποχρέωσης του ενός ή του άλλου μέρους, είτε
για την έναρξη της τοκογονίας (ημερομηνία αξίας-valeur).
Β.
Όμως, η νομική θέση του πελάτη σε οποιονδήποτε τραπεζικό λογαριασμό έχει ως
θεμέλιο την τραπεζική, πρωτίστως, σύμβαση. Αυτή, αφενός μεν προσδιορίζει το
είδος του λογαριασμού (καταθέσεως, πιστώσεως, τοκοχρεολυτικού δανείου σε
εγχώριες νομισματικές μονάδες ή συναλλάγματος) και τη νομική φύση των εξ αυτού
απαιτήσεων, αφετέρου δε αποτελεί το θεμέλιο αντιμετωπίσεως περαιτέρω ζητημάτων
αναφερομένων στον τοκισμό του, στο απαιτητό
των εγγραφών και του υπολοίπου που εμφανίζει, στην
εξουσία χρήσεως και διαθέσεως του λογαριασμού ή των εξ αυτού απαιτήσεων κ.άλ.
Για το λόγο αυτό, τα σχετικά ζητήματα αναλύονται σε συνάφεια με την παρουσίαση
κάθε τραπεζικής σύμβασης χωριστά. (βλ.
Σπ. Ψυχομάνης, Τραπεζικό Δίκαιο- Δίκαιο Τραπεζικών Συμβάσεων, Τομ. 1, έκδ.
2008, Νομική Φύση λογαριασμών- Αποδεικτική ισχύ αποσπασμάτων, σελ. 179-186).
Γ. Σύμφωνα με τον Κώδικα Τραπεζικής Δεοντολογίας της
Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών της οποίας μέλη είναι και οι 4 συστημικές τράπεζες (https://www.hba.gr/UplFiles/kodikes/kodikas_gr.pdf), στην παράγραφο 35 ιγ ρητά ορίζεται : «προκειμένου περί δανείων για την
παρακολούθηση ή εξόφληση των οποίων εκδίδονται περιοδικοί λογαριασμοί οι
πληροφορίες θα πρέπει να περιέχουν ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ τα εξής στοιχεία: το επιτόκιο, το κεφάλαιο επί του οποίου
υπολογίσθηκαν τόκοι, καθώς και το χρονικό διάστημα που αφορά ο υπολογισμός των
τόκων, οι τυχόν μεταβολές του επιτοκίου, η τυχόν χρέωση τόκων υπερημερίας ή
ανατοκισμού, το ποσό επί του οποίου αυτοί υπολογίσθηκαν και η περίοδος
υπολογισμού τους, το ποσό της προς εξόφληση δόσης και το χρονικό διάστημα εντός
του οποίου πρέπει αυτή να εξοφληθεί, καθώς και αναλυτικά κάθε επιβάρυνση λόγω
φόρων, τελών και εξόδων ..»
Δ.
Σύμφωνα με την ΠΔΤΕ 2501/31.10.2002 με θέμα την ενημέρωση των
συναλλασσομένων από τα πιστωτικά ιδρύματα που έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, στην παράγραφο Α. Γενικές αρχές ρητά
ορίζεται : «Να παρέχουν περιοδική έγγραφη ενημέρωση στους συναλλασσόμενους κατά
την διάρκεια ισχύος και λειτουργίας των συμβάσεων για τον τρόπο εφαρμογής των
όρων που έχουν συμφωνηθεί», στην
παράγραφο 2V «κατά την σύναψη ιδίως στεγαστικών δανείων
και καταναλωτικών δανείων σταθερού επιτοκίου, την ανάλυση της καταβολής των
δόσεων κατά κεφάλαιο, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις για την περίοδο ισχύος του
σταθερού επιτοκίου…. παράγραφος 2VIII το ύψος του επιτοκίου υπερημερίας και τον
τρόπο υπολογισμού των τόκων (περιλαμβανομένης της έναρξης εφαρμογής του
επιτοκίου υπερημερίας, της βάσης υπολογισμού του, καθώς και της περιόδου
εκτοκισμού και ανατοκισμού)».
Ε. Σύμφωνα όμως με συμβατικό όρο όλων των διαφιλονικούμενων συμβάσεων που κατά τα άλλα έχει κριθεί έγκυρος από την ΟλΑΠ 4/2019, ο οφειλέτης υποχρεούται να πληρώσει τις υποχρεώσεις του προς την τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης είτε σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής. Εν προκειμένω όμως δεν γίνεται λόγος για την εγκυρότητα του όρου αυτού, παρά για το ποιος είναι ο νόμιμος τρόπος σύνταξης των αποσπασμάτων των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας στα εν λόγω δάνεια.
Στ. Όμως στην Ελλάδα για να μετρηθεί η θετική ή αποθετική ζημία κάποιου που αδικήθηκε, η εν λόγω ενοχή ως περιεχόμενο έχει υποχρεωτικά συγκεκριμένη ποσότητα σε ευρώ, η οποία εκφράζει εξαρχής, πρωτογενώς την ανορθωτέα ζημία (ΟλΑΠ 14/1997, ΟλΑπ 5/1995).
Ζ. Ένα
μέρος της ελληνικής νομολογίας λανθασμένα μεν (γιατί αντικείμενο της
δικαιοδοτικής κρίσης του δικαστηρίου στην δίκη της ανακοπής αποτελεί το κύρος
και η νομιμότητα του εκτελεστού τίτλου), αλλά εντούτοις αποφαίνεται πως ο
πιστούχος φέρει το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του, υπό την έννοια ότι η
αμφισβήτηση πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη με αναφορά συγκεκριμένων
κονδυλίων ως αποτέλεσμα εφαρμογής μη νόμιμης αιτίας πληρωμής. Το
δικαίωμα του οφειλέτη να προσκομίσει ανταπόδειξη στηρίζεται, κατά ορισμένες
αποφάσεις, στα άρθρα 179 ή 371 ΑΚ, ενώ σύμφωνα με άλλες απόψεις, το δικαίωμα
αυτό στηρίζεται στο συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα προς απόδειξη (20 Σ),
στην αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων από το δικαστή, σήμερα όμως
και στο νόμο για την προστασία του καταναλωτή». (Περάκης,
Επισκόπηση Εμπορικού Δικαίου, 4/1997, Το Απόσπασμα εκ των εμπορικών βιβλίων).
Στην προκειμένη περίπτωση και οι 4 συστημικές τράπεζες, γνωρίζοντας την προαναφερόμενη λανθασμένη τάση της ελληνικής νομολογίας, προσκομίζουν αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων τους, αφενός μεν χωρίς να υφίσταται η καθ' εκάστη φορά εφαρμοσθείσα συναλλαγματική ισοτιμία ότε και ο καταναλωτής κατέθετε εγχώριες νομισματικές μονάδες που κατόπιν κεκαλυμμένης διακριτής τραπεζικής εργασίας μετατρεπόταν σε εκφρασθέντα σε ξένο νόμιμα πιστωτικά κονδύλια, αφετέρου δε χωρίς να υφίσταται επιτοκιακή κατάσταση, ορισμένες δε εξ' αυτών συνέτασαν τα αποσπάσματα σαν να επρόκειται για πίστωση με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό υπό την μορφή της Χρέωσης- Πίστωσης - Υπόλοιπο.
Η προαναφερόμενη μη νόμιμη σύνταξη των αποσπασμάτων ουδόλως όμως χώρα τυχαία, αλλά επί σκοπώ. Και τούτο διότι :
α. Διότι όπως έχουν άλλωστε συνομολογήσει όλες οι τράπεζες σε θεσμικό επίπεδο μετά από άσκηση συλλογικών αγωγών εναντίον τους, για καθ' εκάστη διακριτή αλλά κεκαλυμμένη εργασία μετατροπής των ευρώ σε συνάλλαγμα ελάμβαναν προμήθεια, συνεπώς η εμφαινόμενη συναλλαγματική ισοτιμία θα επέτρεπε με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς το κεκαλυμμένο, άνευ νομίμου αιτίας, χρεωστικό κονδύλι που εισέπραξαν που καθιστά ανεκκαθάριστη και εγγράφως αναπόδεικτη την απαίτηση με τα συγκεκριμένα αποσπάσματα.
β. Διότι, η η προσβολή συγκεκριμένων κονδυλίων από τους καταναλωτές ως αποτέλεσμα καταχρηστικών και ως εκ τούτου άκυρων συμβατικών όρων ή ως αποτέλεσμα αντισυμβατικής συμπεριφοράς υποχρεωτικά πρέπει να εκφραστεί σε ευρώ, στο μέτρο που εκφράζει την πρωτογενή ζημία του καταναλωτή υπό την έννοια ότι πλήρωσε περισσότερα ευρώ άνευ νομίμου αιτίας που εν συνεχεία μετατράπηκαν σε ξένο νόμισμα.
γ. Διότι είναι αδύνατο αν δεν αναφέρεται η ισοτιμία και η επιτοκιακή κατάσταση να προσδιοριστεί ορισμένα ότι η ζημία του καταναλωτή δεν είναι αποτέλεσμα της αλλαγής της συναλλαγματικής ισοτιμίας ή αναπροσαρμογής του κυμαινόμενου επιτοκίου, αλλά αποτέλεσμα καταχρηστικής ή αντισυμβατικής συμπεριφοράς της τράπεζας.
Πάντως, η τελευταία ανάλυση εν τοις πράγμασι τέθηκε έτσι για να αντικρούσει την λανθασμένη τάση της νομολογίας ότι πρέπει να προσβάλλονται συγκεκριμένα κονδύλια στην δίκη της ανακοπής, παρά την εκ του Αρείου Πάγου παραδοχή πως αντικείμενο της δικαιοδοτικής κρίσης του δικαστηρίου της ανακοπής ουδόλως αποτελεί η ουσιαστική διάγνωση της απαίτησης παρά το κύρος και η νομιμότητα του εκτελεστού τίτλου. Άλλωστε αν ο καταναλωτής σωρέυσει αίτημα αποζημίωσης στο δικόγραφο της ανακοπής, αυτό θα απορριφθεί ως μη νόμιμο για τους λόγους που προείπα, συνεπώς γιατί να χρειάζεται να προσβληθούν συγκεκριμένα κονδύλια όταν αποδεικνύεται η μη νομιμότητα της αιτίας πληρωμής.
Σημασία έχει εν προκειμένω πως τα συγκεκριμένα αποσπάσματα ουδόλως έχουν συνταχθεί με τους νόμιμους τρόπους κατά τους κανόνες της καλόπιστης εκπλήρωσης της παροχής. Αντιθέτως, συνετάχθησαν με τρόπο που οι καταναλωτές να αδυνατούν, άνευ τεχνικής έκθεσης, να αποτυπώσουν αντιρρήσεις με συγκεκριμένα υποχρεωτικά εκφρασθέντα σε ευρώ (€) λογιστικά κονδύλια, αλλά και προκειμένω οποιαδήποτε νόμιμη αντίρρηση περί μη νόμιμης αιτίας πληρωμής να προσκρούσει σε μέρος της λανθασμένης ελληνικής νομολογίας δυνάμει της οποίας ουδόλως είναι νόμιμη η γενική αμφισβήτηση του μηχανισμού παραγωγής και αναπαραγωγής χρέους.