Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 178ΑΚ "δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι άκυρη", ως κριτήριο δε των χρηστών ηθών χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά τη γενική αντίληψη με φρόνηση και χρηστότητα σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου". Επιπλέον η αντίθεση εις τα χρηστά ήθη, που επιφέρει ακυρότητα της δικαιοπραξίας κρίνεται από το περιεχόμενο της τελευταίας, όχι μεμονωμένα βάσει της αιτίας που κίνησε τους συμβαλλομένους να τη συνάψουν ή του σκοπού εις τον οποίο απέβλεψαν, αλλά του συνόλου των συνθηκών και περιστάσεων που τη συνοδεύουν, με τη βοήθεια των διδαγμάτων της κοινής πείρας (ΑΠ 1734/2009). Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 919 ΑΚ "Όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο στα χρηστά ήθη έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει". Προυποθέσεις εφαρμογής της εν λόγω διάταξης 919 ΑΚ είναι : α. συμπεριφορά του δράστη (πράξη ή παράλειψη αναγόμενη εις άσκηση δικαιώματος που αντίκειται εις τα χρηστά ήθη, β. πρόθεση του δράστη για την επαγωγή της ζημίας έστω και με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, γ. πρόκληση της ζημίας αυτής σε άλλον, δ. αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αντίθεσης στα χρηστά ήθη συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας του σε άλλον. Συνεπώς κύριο χαρακτηριστό της ιδιαίτερης αδικοπραξίας του άρθρου 919 ΑΚ είναι η αντίθεση προς τα χρηστά ήθη, η έννοια των οποίων είναι νομική, εξετέζεται όμως αντικειμενικώς, σύμφωνα με την αντίληψη του υγιώς κατά το δίκαιο και κατά τη γενική αντίληψη του χρηστώς και με φρόνηση σκεπτόμενου ανθρώπου εις συνδυασμό πάντα με το επιτρεπτό του επιδιωχθέντος σκοπού έστω και θεμιτού και των χρησιμοποιηθέντων μέσων.
Το Κύριο ερώτημα που τίθεται είναι το εξής : Είναι το δάνειο εις ελβετικό φράγκο δικαιοπραξία αντίθετα με τα χρηστά ήθη ;
Η απάντηση που πρέπει να δοθεί εις την προαναφερομένη ερώτησή είναι πως το δάνειο εις ελβετικό φράγκο ως δάνειο εις συνάλλαγμα είναι ΚΑΤΑΡΧΑΣ ένα καθόλα νόμιμο δάνειο. Πρόβλημα όμως μπορεί να υπάρξει εις τις προδιατυπωμένες συμβάσεις τραπεζικών δανείων εις συνάλλαγμα και δη εις ελβετικό φράγκο, οι οποίες με τον τρόπο με τον οποίο προδιατυπώθηκαν από ορισμένες τραπεζικές ανώνυμες εταιρίες εις συνδυασμό με τις συγκεκριμένες συνθήκες της χρονικής περιόδου 2006-2009 μπορεί να αξιολογηθούν από τις δικαστικές αρχές της χώρας ως συμπεριφορά τράπεζας η οποία αντίκειται εις τα χρηστά ήθη. Εις την εν λόγω περίπτωση όντως μπορεί να θεμελιωθεί αξίωση ενός φυσικού προσώπου τόσο δια αποζημίωση λόγω της θετικής ζημίας που υπέστη αυτό εξαιτίας της εις βάρος του δυσμενούς αλλαγής της συναλλαγματικής ισοτιμίας όσο και δια χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης απέναντι εις μία τραπεζική ανώνυμη εταιρία λαμβανομένων ΕΚ ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΡΩΝ υπόψη των εν λόγω παραμέτρων :
α. Η Τράπεζα είναι επαγγελματίας και γνώστης της αγοράς χρήματος με ευρύτατη πληροφόρηση εις τον χρηματοπιστωτικό τομέα, λόγω δε της θέσης της αυτής, μπορεί να προκύψει υποχρέωσή της να καταστήσει τον πελάτη της κοινωνό ορισμένων πληροφοριών ή να του παράσχει συμβουλές,
β. από τη συμπεριφορά της τράπεζας εξαρτάται πολλές φορές και η οικονομική κατάσταση του πελάτη της,
γ. οι σχέσεις τράπεζας και πελάτη έχουν εμπιστευτικό και άρα ιδιαίτερα ευαίσθητο χαρακτήρα,
δ. τα πιστωτικά ιδρύματα δεν είναι απλές εμπορικές επιχειρήσεις, αλλά επιτελούν σημαντικότατη λειτουργία εις την εθνική οικονομία κάθε χώρας διότι χρηματοδοτούν το εμπόριο, τη βιομηχανία και τη κατανάλωση. Η θέση αυτή των τραπεζών τους επιβάλει την υποχρέωση ομαλής και καλόπιστης συνεργασίας με τους πελάτες της,
ε. η Τράπεζα έχει κατά κανόνα μεγαλύτερη οικονομική ισχύ από τον πελάτη της.
Εξ όλων των ανωτέρω συνάγεται ότι η θέση της τράπεζας είναι κατά πολύ πλεονεκτικότερη από αυτή των πελατών της, πράγμα που δικαιολογεί τη δημιουργία αυξημένης υποχρέωσης προστασίας των συμφερόντων των τελευταίων, η οποία εξειδικεύεται με βάση τις ειδικές συνθήκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. Και τούτο συμβαίνει δοθέντος ότι, μεταξύ τράπεζας και πελάτη δημιουργείται μία εξειδικευμένη σχέση εμπιστοσύνης και εξάρτησης του πελάτη, καθόσον, όπως προείπα, η τράπεζα έχει ειδικές γνώσεις των συνθηκών της αγοράς, καθώς και ευρύτατο φάσμα πληροφοριών.
ΥΠΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ ΕΙΣ ΕΛΒΕΤΙΚΟ ΦΡΑΓΚΟ ΕΙΣ ΤΟΥΣ, ΩΣ ΑΝΩ, ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ.-
Πρώτον, όπως έχω πολλάκις προαναφέρει εις πολλά δημοσιεύματά μου, η πλειονότητα των δανείων εις ελβετικό φράγκο χορηγήθησαν εις μία χρονική περίοδο κατά την οποία οι τράπεζες γνώριζαν το ενδεχόμενο υποτίμησης του ευρώ μέχρι και ποσοστό της τάξης του 30% και είχαν προβεί εις τέτοιες προσομοιώσεις καταστάσεων κρίσης εις το χαρτοφυλάκιό τους εις συνάλλαγμα. Εκείνη την περίοδο μάλιστα οι τράπεζες διαφήμιζαν τα εν λόγω δάνεια ως τα πιο συμφέροντα προιόντα της αγοράς εν σχέσει με άλλα δάνεια εις ευρώ (€).
Δεύτερον, εις καμία των περιπτώσεων που έχω χειριστεί μέχρις και σήμερα οι τράπεζες δεν είχαν συμμορφωθεί με τα προαπαιτούμενα της υπ' αριθμ. 2501/2002 Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος.
Τρίτον, εις όλες τις περιπτώσεις που έχω δικάσει μέχρι και σήμερα δεν απεδείχθη από τις τράπεζες ότι τα δια δάνεια που χορήγησαν είχαν προηγουμένως δανειστεί ελβετικά φράγκα από την διατραπεζική αγορά, αλλά ότι επρόκειτο δια λογιστικές μετατροπές. Δηλαδή ο δανειολήπτης πλήρωνε την μηνιαία δόση του εις ευρώ και εις την συνέχει η τράπεζα το μετέτρεπε εις ελβετικό φράγκο με λογιστικό υπολογισμό ανάλογα της τρέχουσας κάθε φορά ισοτιμίας.
Τέταρτον, πολλοί δανειολήπτες οι οποίοι αρχικώς είχαν συνάψει δανειακές συμβάσεις εις ευρώ κλήθησαν με πρωτοβουλία των τραπεζών την προαναφερόμενη χρονική περίοδο και μετέτρεψαν το νόμισμα του δανείου τους από ευρώ (€) εις ελβετικό φράγκο (CHF).
Πέμπτον, πολλές από τις συναφθείσες συμβάσεις εις ελβετικό φράγκο, προέβλεπαν αρχικώς μία προστασία δόσης δια τα πρώτα τρία ή τέσσερα χρόνια, οι δε τράπεζες είχαν συμφωνήσει δια τη συνέχεια την δυνατότητα ανανέωσης της προστασίας χωρίς όμως προδιαγεγραμμένα κριτήρια.
Μετά ταύτα, οι προαναφερόμενες ενέργειες των τραπεζών κατά την άποψή μου συνιστούν ενέργειες αντίθετες εις τα χρηστά ήθη (919 ΑΚ), διότι είναι αντιφατικό ενώ επέλεξαν οι ίδιες να χορηγήσουν τέτοια δάνεια ως στεγαστικά και μάλιστα με προδιατυμένες συμβάσεις με δήθεν πλεονεκτήματα προστασίας δόσεως κ.λπ, τη σιγμή που είχαν την επιλεκτική γνώση του ενδεχομένου υποτιμήσεως του ευρώ, ταυτόχρονα να στερούν την δυνατότητα από τους δανειολήπτες τεχνηέντως δια των προδιατυπωμένων συμβάσεων δια συνολική και εις συνεχή βάση αποτελεσματική αντισταθμιστική προστασία από τον συναλλαγματικό κίνδυνο δια όλη τη συμβατική διάρκεια. Οι τράπεζες γνώριζαν εκ των προτέρων ότι οι εν λόγω συμβάσεις με τους προδιατυπωμένους και άνευ διαπραγματεύσεων γενικούς όρους συναλλαγής, δια της λειτουργίας τους θα είχαν ως ενδεχόμενη συνέπεια την διόγκωση τόσο του αλήκτου κεφαλαίου όσο της μηνιαίας δόσης μέχρι και ποσοστό της τάξης του 30% και την συνακόλουθη πρόκληση ζημίας εκ του λόγου αυτού και πάρα ταύτα ενέμειναν εις την ειρημένη συμπεριφορά τους.
Αντώνιος Ν. Πράτας
Δικηγόρος Παρ' Εφέταις
τηλ. 6974-417556.
Αντώνιος Ν. Πράτας
Δικηγόρος Παρ' Εφέταις
τηλ. 6974-417556.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου