Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 8 Ιουνίου 2021

Ακύρωση Κατάσχεσης πρώτης κατοικίας δανειοληπτών Ελβετικών Φράγκων με Προστασία Δόσης από τις συναλλαγματικές διακυμάνσεις.

    1. Περίσσια χαρά  έδωσε τόσο σε μένα όσο και στους εντολείς μου η απόφαση 68/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων, η οποία και ακύρωσε έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης και επιταγή προς πληρωμή για την πραγμάτωση απαίτησης σε ΦΕΡΟΜΕΝΑ ελβετικά φράγκα (CHF) με προστασία δόσης από τις συναλλαγματικές διακυμάνσεις (+-5%) στην ισοτιμία της εκταμίευσης, με επίσπευση της  ανώνυμης εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων "DoValue", επομένως κατά την άποψη μου απονεμήθηκε σε αυτήν την φάση το δίκαιο (να ναι καλά ο δικαστής που την εξέδωσε). 

 

  2. Εξέχοντα σημεία αναφοράς της απόφασης : Η ορθή ερμηνεία της δικονομικό ουσιαστικής προϋπόθεσης του ορισμένου ή εκκαθαρισμένου της απαίτησης, υπό την έννοια ότι ναι μεν ακόμη και όταν ποσοτικοποιούνται τα κονδύλια που επιβάρυναν την εκτελούμενη απαίτηση επ' αφορμή χρήσης άκυρου ΓΟΣ, εντούτοις ουδόλως μπορεί να ακυρωθεί η εκτελούμενη διαταγή μερικώς αν από τα αποδεικνύοντα αυτήν έγγραφα δεν προκύπτουν εκείνα τα δεδομένα δυνάμει των οποίων, κατά τους κανόνες της λογιστικής τάξης, με απλούς αριθμητικούς υπολογισμούς να μπορεί να επέλθει ως αριθμητικό αποτέλεσμα η εκκαθαρισμένη απαίτηση.

    

    3. Τεράστια η συμβολή και ευχαριστώ θερμά την πραγματογνώμονα του καταλόγου πραγματογνωμόνων του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Ξανθίππη Γκλαβοπούλου (https://www.glavopoulos.com/) για την άψογη τεχνική έκθεση που συνέταξε και λήφθηκε υπόψη κατά την απόφαση.

Ακολουθεί το κείμενο της απόφασης :



                                                     

                                                  

 






















 

 


















































































  

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2020

Καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος των 3 συστημικών Τραπεζών να συντάσουν τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων που προσκόμιζουν για την έγγραφη απόδειξη της απαίτησής τους προκειμένου να πετύχουν την έκδοση διαταγών πληρωμής αντίθετα με την φύση των απαιτήσεων προερχόμενων από τοκοχρεολυτικά δάνεια φερόμενων συναλλάγματος σαν να πρόκειται για συμβάσεις πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό- Σωρευτικά συντάχθηκαν με μη νόμιμους τύπους

    Το τελευταίο καιρό καλούμενος να προσβάλλω το κύρος και την νομιμότητα διαταγών πληρωμής που εκδόθηκαν με αιτία πληρωμής τα τοκοχρεολυτικά δάνεια φερόμενου συναλλάγματος  ελβετικών φράγκων, διαπίστωσα πως τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων τους που προσκόμισαν για να αποδείξουν, βασιζόμενες σε δικονομική συμφωνία, τις απαιτήσεις τους οι 3 συστημικές τράπεζες, ουδόλως ήταν συντεταγμένα με τους νόμιμους τύπους, όπως άλλωστε επιτάσσει το άρθρο 448 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ δυνάμει του οποίου : 

       "Τα βιβλία που αναφέρονται στις περιπτώσεις των ά και ΄β της παραγράφου 1 του άρθρου 444, εφόσον είναι συντεταγμένα με τους νόμιμους τύπους, αποτελούν μεταξύ εμπόρων ή άλλων προσώπων υποχρεωμένων να τηρούν όμοια βιβλία πλήρη απόδειξη για όσα αναφέρονται σε αυτά.....κατά προσώπων όμως που δεν έχουν υποχρέωση να τηρούν αυτά τα βιβλία αποτελούν πλήρη απόδειξη για το μέγεθος της απαίτησης, όταν η ύπαρξή της είναι αποδεδειγμένη με άλλο τρόπο, και μόνο για ένα έτος από την εγγραφή"

            Συνεπώς, σε πρώτη φάση χρήσιμο είναι να αναφερθεί τί θεωρούνται ως αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων, πως θα έπρεπε να συντάσσονται και γιατί η σύνταξή τους κατά συγκεκριμένο τρόπο από τις 3 συστημικές τράπεζες το μεν συνιστά κακόπιστη εκπλήρωση της παροχής, το δε υπερβαίνει τα ακραία αξιολογικά όρια του άρθρου 281ΑΚ, δηλ. τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά χρηστά ήθη.


Α. Στην τραπεζική ορολογία που έχει υιοθετηθεί συλλήβδην από την ελληνική νομολογία, απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων αποτελεί ένας συνοπτικός λογιστικός πίνακας, τμήμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, που τηρείται απ’ αυτήν, προσδιορίζεται με συγκεκριμένο αριθμό, τον αριθμό λογαριασμού, και απεικονίζει τις δοσοληψίες της με συγκεκριμένο πελάτη. Ειδικότερα, ο ουσιαστικός τραπεζικός λογαριασμός περιλαμβάνει την διαρκή καταχώριση αριθμητικών μεγεθών, που προκύπτουν από την βαθμιαία εκπλήρωση συγκεκριμένης συμβατικής πιστωτικής σχέσεως, προς το σκοπό της μαθηματικής απεικόνισης, της παρακολούθησης και της λογιστικής της εξυπηρέτησης. Τα εν λόγω αποσπάσματα είναι χωρισμένα σε στήλες, σε κάθε μια από τις οποίες αναγράφονται: Ο αύξων αριθμός της εγγραφής, η ημερομηνία της εγγραφής, η ημερομηνία, κατά την οποία η εγγραφή αποκτά νομική ισχύ, είτε ως αντικείμενο απαίτησης ή εκπλήρωσης υποχρέωσης του ενός ή του άλλου μέρους, είτε για την έναρξη της τοκογονίας (ημερομηνία αξίας-valeur).

Β. Όμως, η νομική θέση του πελάτη σε οποιονδήποτε τραπεζικό λογαριασμό έχει ως θεμέλιο την τραπεζική, πρωτίστως, σύμβαση. Αυτή, αφενός μεν προσδιορίζει το είδος του λογαριασμού (καταθέσεως, πιστώσεως, τοκοχρεολυτικού δανείου σε εγχώριες νομισματικές μονάδες ή συναλλάγματος) και τη νομική φύση των εξ αυτού απαιτήσεων, αφετέρου δε αποτελεί το θεμέλιο αντιμετωπίσεως περαιτέρω ζητημάτων αναφερομένων στον τοκισμό του, στο απαιτητό των εγγραφών και του υπολοίπου που εμφανίζει, στην εξουσία χρήσεως και διαθέσεως του λογαριασμού ή των εξ αυτού απαιτήσεων κ.άλ. Για το λόγο αυτό, τα σχετικά ζητήματα αναλύονται σε συνάφεια με την παρουσίαση κάθε τραπεζικής σύμβασης χωριστά. (βλ. Σπ. Ψυχομάνης, Τραπεζικό Δίκαιο- Δίκαιο Τραπεζικών Συμβάσεων, Τομ. 1, έκδ. 2008, Νομική Φύση λογαριασμών- Αποδεικτική ισχύ αποσπασμάτων, σελ. 179-186).

Γ. Σύμφωνα με τον Κώδικα Τραπεζικής Δεοντολογίας της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών της οποίας μέλη είναι και οι 4 συστημικές τράπεζες (https://www.hba.gr/UplFiles/kodikes/kodikas_gr.pdf), στην παράγραφο  35 ιγ ρητά ορίζεται  :   «προκειμένου περί δανείων για την παρακολούθηση ή εξόφληση των οποίων εκδίδονται περιοδικοί λογαριασμοί οι πληροφορίες θα πρέπει να περιέχουν ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ τα εξής στοιχεία:  το επιτόκιο, το κεφάλαιο επί του οποίου υπολογίσθηκαν τόκοι, καθώς και το χρονικό διάστημα που αφορά ο υπολογισμός των τόκων, οι τυχόν μεταβολές του επιτοκίου, η τυχόν χρέωση τόκων υπερημερίας ή ανατοκισμού, το ποσό επί του οποίου αυτοί υπολογίσθηκαν και η περίοδος υπολογισμού τους, το ποσό της προς εξόφληση δόσης και το χρονικό διάστημα εντός του οποίου πρέπει αυτή να εξοφληθεί, καθώς και αναλυτικά κάθε επιβάρυνση λόγω φόρων, τελών και εξόδων .

Δ. Σύμφωνα με την ΠΔΤΕ 2501/31.10.2002 με θέμα την ενημέρωση των συναλλασσομένων από τα πιστωτικά ιδρύματα που έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, στην παράγραφο Α. Γενικές αρχές ρητά ορίζεται :  «Να παρέχουν περιοδική έγγραφη ενημέρωση στους συναλλασσόμενους κατά την διάρκεια ισχύος και λειτουργίας των συμβάσεων για τον τρόπο εφαρμογής των όρων που έχουν συμφωνηθεί», στην παράγραφο  2V  «κατά την σύναψη ιδίως στεγαστικών δανείων και καταναλωτικών δανείων σταθερού επιτοκίου, την ανάλυση της καταβολής των δόσεων κατά κεφάλαιο, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις για την περίοδο ισχύος του σταθερού επιτοκίου…. παράγραφος 2VIII  το ύψος του επιτοκίου υπερημερίας και τον τρόπο υπολογισμού των τόκων (περιλαμβανομένης της έναρξης εφαρμογής του επιτοκίου υπερημερίας, της βάσης υπολογισμού του, καθώς και της περιόδου εκτοκισμού και ανατοκισμού)».

Ε. Σύμφωνα όμως με συμβατικό όρο όλων των διαφιλονικούμενων συμβάσεων που κατά τα άλλα έχει κριθεί έγκυρος από την ΟλΑΠ 4/2019, ο οφειλέτης υποχρεούται να πληρώσει τις υποχρεώσεις του προς την τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης είτε σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής.  Εν προκειμένω όμως δεν γίνεται λόγος για την εγκυρότητα του όρου αυτού, παρά για το ποιος είναι ο νόμιμος τρόπος σύνταξης των αποσπασμάτων των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας στα εν λόγω δάνεια. 
Στ. Όμως στην Ελλάδα για να μετρηθεί η θετική ή αποθετική ζημία κάποιου που αδικήθηκε, η εν λόγω ενοχή ως περιεχόμενο έχει υποχρεωτικά συγκεκριμένη ποσότητα σε ευρώ, η οποία εκφράζει εξαρχής, πρωτογενώς την ανορθωτέα ζημία (ΟλΑΠ 14/1997, ΟλΑπ 5/1995). 

         Ζ. Ένα μέρος της ελληνικής νομολογίας λανθασμένα μεν (γιατί αντικείμενο της δικαιοδοτικής κρίσης του δικαστηρίου στην δίκη της ανακοπής αποτελεί το κύρος και η νομιμότητα του εκτελεστού τίτλου), αλλά εντούτοις αποφαίνεται πως ο πιστούχος φέρει το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του, υπό την έννοια ότι η αμφισβήτηση πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη με αναφορά συγκεκριμένων κονδυλίων ως αποτέλεσμα εφαρμογής μη νόμιμης αιτίας πληρωμής. Το δικαίωμα του οφειλέτη να προσκομίσει ανταπόδειξη στηρίζεται, κατά ορισμένες αποφάσεις, στα άρθρα 179 ή 371 ΑΚ, ενώ σύμφωνα με άλλες απόψεις, το δικαίωμα αυτό στηρίζεται στο συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα προς απόδειξη (20 Σ), στην αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων από το δικαστή, σήμερα όμως και στο νόμο για την προστασία του καταναλωτή». (Περάκης, Επισκόπηση Εμπορικού Δικαίου, 4/1997, Το Απόσπασμα εκ των εμπορικών βιβλίων).

          Στην προκειμένη περίπτωση και οι 4 συστημικές τράπεζες, γνωρίζοντας την προαναφερόμενη λανθασμένη τάση της ελληνικής νομολογίας, προσκομίζουν αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων τους, αφενός μεν χωρίς να υφίσταται η καθ' εκάστη φορά εφαρμοσθείσα συναλλαγματική ισοτιμία ότε και ο καταναλωτής κατέθετε εγχώριες νομισματικές μονάδες που κατόπιν κεκαλυμμένης διακριτής τραπεζικής εργασίας μετατρεπόταν σε εκφρασθέντα σε ξένο νόμιμα πιστωτικά κονδύλια, αφετέρου δε χωρίς να υφίσταται επιτοκιακή κατάσταση, ορισμένες δε εξ' αυτών συνέτασαν τα αποσπάσματα σαν να επρόκειται για πίστωση με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό  υπό την μορφή της Χρέωσης- Πίστωσης - Υπόλοιπο.


             Η προαναφερόμενη μη νόμιμη σύνταξη των αποσπασμάτων ουδόλως όμως χώρα τυχαία, αλλά επί σκοπώ. Και τούτο διότι :

         α. Διότι όπως έχουν άλλωστε συνομολογήσει όλες οι τράπεζες σε θεσμικό επίπεδο μετά από άσκηση συλλογικών αγωγών εναντίον τους, για καθ' εκάστη διακριτή αλλά κεκαλυμμένη εργασία μετατροπής των ευρώ σε συνάλλαγμα ελάμβαναν προμήθεια, συνεπώς η εμφαινόμενη συναλλαγματική ισοτιμία θα επέτρεπε με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς το κεκαλυμμένο, άνευ νομίμου αιτίας, χρεωστικό κονδύλι που εισέπραξαν που καθιστά ανεκκαθάριστη και εγγράφως αναπόδεικτη την απαίτηση με τα συγκεκριμένα αποσπάσματα. 
           β. Διότι, η η προσβολή συγκεκριμένων κονδυλίων από τους καταναλωτές ως αποτέλεσμα καταχρηστικών και ως εκ τούτου άκυρων συμβατικών όρων ή ως αποτέλεσμα αντισυμβατικής συμπεριφοράς υποχρεωτικά πρέπει να εκφραστεί σε ευρώ, στο μέτρο που εκφράζει την πρωτογενή ζημία του καταναλωτή υπό την έννοια ότι πλήρωσε περισσότερα ευρώ άνευ νομίμου αιτίας που εν συνεχεία μετατράπηκαν σε ξένο νόμισμα.
        γ. Διότι είναι αδύνατο αν δεν αναφέρεται η ισοτιμία και η επιτοκιακή κατάσταση να προσδιοριστεί ορισμένα ότι η ζημία του καταναλωτή δεν είναι αποτέλεσμα της αλλαγής της συναλλαγματικής ισοτιμίας ή αναπροσαρμογής του κυμαινόμενου επιτοκίου, αλλά αποτέλεσμα καταχρηστικής ή αντισυμβατικής συμπεριφοράς της τράπεζας.
  
     Πάντως, η τελευταία ανάλυση εν τοις πράγμασι τέθηκε έτσι για να αντικρούσει την λανθασμένη τάση της νομολογίας ότι πρέπει να προσβάλλονται συγκεκριμένα κονδύλια στην δίκη της ανακοπής, παρά την εκ του Αρείου Πάγου παραδοχή πως αντικείμενο της δικαιοδοτικής κρίσης του δικαστηρίου της ανακοπής ουδόλως αποτελεί η ουσιαστική διάγνωση της απαίτησης παρά το κύρος και η νομιμότητα του  εκτελεστού τίτλου. Άλλωστε αν ο καταναλωτής σωρέυσει αίτημα αποζημίωσης στο δικόγραφο της ανακοπής, αυτό θα απορριφθεί ως μη νόμιμο για τους λόγους που προείπα, συνεπώς γιατί να χρειάζεται να προσβληθούν συγκεκριμένα κονδύλια όταν αποδεικνύεται η μη νομιμότητα της αιτίας πληρωμής.
   
      Σημασία έχει εν προκειμένω πως τα συγκεκριμένα αποσπάσματα ουδόλως έχουν συνταχθεί με τους νόμιμους τρόπους κατά τους κανόνες της καλόπιστης εκπλήρωσης της παροχής. Αντιθέτως, συνετάχθησαν με τρόπο που οι καταναλωτές να αδυνατούν, άνευ τεχνικής έκθεσης, να αποτυπώσουν αντιρρήσεις με συγκεκριμένα υποχρεωτικά εκφρασθέντα σε ευρώ (€) λογιστικά κονδύλια, αλλά και προκειμένω οποιαδήποτε νόμιμη αντίρρηση περί μη νόμιμης αιτίας πληρωμής να προσκρούσει σε μέρος της λανθασμένης ελληνικής νομολογίας δυνάμει της οποίας ουδόλως είναι νόμιμη η γενική αμφισβήτηση του μηχανισμού παραγωγής και αναπαραγωγής χρέους.
          

Τρίτη 4 Αυγούστου 2020

Η τραπεζική Αναλγησία και η Παράβαση του καθήκοντος αληθείας με την προβολή αντιφατικών ισχυρισμών κατά την αντίκρουση αγωγών Καταναλωτών- Η παράλειψη επιβολής χρηματικής ποινής για αντιφατικούς ισχυρισμούς!

       
     Πρόσφατα και καλούμενος να κλείσω φάκελο μετά απο ασκηθείσα αγωγή δανειολήπτη ελβετικού φράγκου (CHF) κατά συστημικής τράπεζας με αίτημα, την μετά απο αναγνώριση της ακυρότητας προφορικής ρήτρας ανανεώσιμης προστασίας δόσης, την παροχή προστασίας δόσης για όλη τη συμβατική διάρκεια, διαπίστωσα μια πρωτοφανή παράβαση του καθήκοντος αληθείας και μία όλως απίστευτη αλαζονική τραπεζική δικονομική συμπεριφορά ! Η περί ης ο λόγος αντιδικονομική συμπεριφορά της τράπεζας έλαβε χώρα μέσα από τις εξής επιγραμματικά αναφερόμενες ενέργειες :

    Α. Κατέθεσε προτάσεις 150 σελίδων (χωρίς περιεχόμενα εννοείται) θέλοντας να κουράσει τον εισηγητή δικαστή, ο οποίος μπροστά στην θέα τους και μόνο και σύμφωνα με την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, πιεζόμενος από άλλες 60 με 70 εκκρεμότητες, το μεν ουδόλως έχει το χρόνο να ασχοληθεί διαβάζοντάς αυτές σχολαστικά (2 με 3 ημέρες απαιτούνται για προσεκτική επισκόπηση), το δε κατά πάσα πιθανότητα θα ακολουθήσει την πεπατημένη (ΟλΑΠ 4/2019), που σημειωθείτω ουδεμία σχέση έχει με το αντικείμενο αυτής της δίκης.

     Β. Γνωρίζοντας πως εναντίον της υφίσταται δύο αμετάκλητες αποφάσεις (ΠΠρωτΡοδ 35/2017 και ΕφΛαρ 17/2017) για την αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής έκανε αναφορά διάσπαρτα (σε διάφορες σελίδες) με κατ' αποκοπή αναφορές 10 διαφορετικών και όλως αντιφατικών μεταξύ τους σεναρίων, απέναντι στα οποία, το μεν ο δανειολήπτης ουδόλως δύναται να απαντήσει, το δε το δικαστήριο ουδόλως δύναται να τάξει τις δέουσες αποδείξεις.
  
        Και προκειμένω δείτε το μέγεθος  της εν λόγω παράβασης του καθήκοντος αληθείας μέσα από την παράθεση όλως αντιφατικών ισχυρισμών, αναφέρω επιγραμματικά αυτούς, όπως ακριβώς τους παρέθεσε στις προτάσεις της, δηλ. :

    1ος αιτιολογημένος αρνητικός της αγωγής ισχυρισμός :  Υπάρχει προφορική ρήτρα ανανέωσης της προστασίας της δόσης με βάση την τρέχουσα κάθε φορά ισοτιμία
   
      2ος αρνητικός της αγωγής ισχυρισμός : 

Ουδόλως υπάρχει προφορικός όρος ανανέωσης της προστασίας δόσης ως ΓΟΣ

      3ος αρνητικός της αγωγής ισχυρισμός : 

 Υφίσταται προφορικός ΓΟΣ ανανέωσης, αλλά οι όροι προστασίας συνιστούν ξεχωριστή σύμβαση, αυτοτελής και ως ειδικοί ουδόλως εμπίπτουν στο προστατευτικό πεδίου του ν. 2251/1994

   4ος αρνητικός της αγωγής ισχυρισμός :

 Ουδέποτε υπήρξε τέτοια προφορική συμφωνία μεταξύ μας. Ήταν συγκεκριμένης χρονικής στιγμής (36 μηνών) το Πρόγραμμα και αυτονόητο ότι μετά την λήξη του θα υπήρξε νέα συμφωνία ανανέωσής του και ουδέποτε η Τράπεζα ανέλαβε δέσμευση για την υπόλοιπη διάρκεια εκάστου δανείου

 5ος αρνητικός της αγωγής ισχυρισμός :

 Υφίσταται προφορική συμφωνία μεταξύ μας για την ανανέωση με την τρέχουσα κάθε φορά συναλλαγματική ισοτιμία

 6ος αρνητικός της αγωγής ισχυρισμός :

 Μη ύπαρξη προφορικού ΓΟΣ αλλά και μη ύπαρξη προφορικής συμφωνίας “αυτόματης ανανέωσης” του προγράμματος προστασίας της δόσης. Παρόλα αυτά ανανεώθηκε το πρόγραμμα προστασίας χωρίς να υφίσταται ούτε έγγραφη ούτε προφορική συμφωνία ανανέωσης

 7ος αρνητικός της αγωγής ισχυρισμός :

 Δεν υφίσταται προφορική συμφωνία για ανανέωση γιατί δεν συμφωνήθηκαν ουσιώδη μέρη της συμφωνίας


 8ος αρνητικός της αγωγής ισχυρισμός :

 Υφίσταται προφορική συμφωνία «αυτόματης ανανέωσης» με βάση την τρέχουσα κατά την ανανέωση ισοτιμία και όχι κατόπιν αιτήματος του πελάτη

 9ος αρνητικός της αγωγής ισχυρισμός :

 Ουδέποτε καταρτίστηκε προφορικός όρος αυτόματης ανανέωσης της προστασίας δόσης των επίδικων δανείων

 10ος αρνητικός της αγωγής ισχυρισμός :

Το πρόγραμμα της προστασίας της μηνιαίας δόσης είχε συγκριμένη χρονική ισχύ (36 μήνες). Η δυνατότητα της ανανέωσης δόθηκε μετά την λήξη και ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΙΤΗΜΑ του δανειολήπτη προκειμένω να τον διευκολύνει η Τράπεζα στην αποπληρωμή των οφειλομένων. 

11ος αρνητικός της αγωγής ισχυρισμός :

 Υφίσταται προδιατυπωμένος όρος «ανανέωσης» της προστασίας δόσης και μάλιστα είναι γραμματικά διατυπωμένος με εύληπτο και κατανοητό τρόπο

     
   Το αξιοσημείωτο όλων των προαναφερόμενων αντιφατικών μεταξύ τους ισχυρισμών είναι ότι αυτοί παρατέθηκαν συμπλεκτικώς (και......και....και) και ουδόλως τηρήθηκε (έστω τύποις) η οποιαδήποτε κατ' επικουρικότητα προβολή τους.

 Και εδώ αναρωτιέμαι και πραγματικά απορώ πως ορισμένα δικαστήρια ανέχονται τέτοιες αντιδικονομικές συμπεριφορές γεμάτες αντιφάσεις και αναλήθειες. Πως είναι δυνατόν να συμβαίνει κατ΄επανάληψη αυτό (ιδίως στα μεγάλα πρωτοδικεία)  και να μην εξοργίζονται τα δικαστήρια απο την προβολή τέτοιων δικονομικών συμπεριφορών. Γιατί δεν επιβάλλουν τις ανάλογες και προβλεπόμενες από τον κώδικα πολιτικής δικονομίας χρηματικές ποινές (άρθρο 205 του Κ.Πολ.Δ) προκειμένω να λάβει και το δημόσιο κανένα έσοδο!!!! Το αντίθετο το έχουμε δει να επιβάλλεται χρηματική ποινή για την κατάθεση ανακοπής με αντιφατικό περιεχόμενο, πάντως ουδόλως πρέπει να τηρούνται δύο μέτρα και δύο σταθμά και δικαστήριο που θέλει να τηρεί ίσους κανόνες, ουδόλως πρέπει να αποδέχεται τέτοιες συμπεριφορές!

  Υ.Γ Άρθρο 205 του Κ.Πολ.Δ : Το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως με την οριστική απόφασή του, επιβάλει στον διάδικο ή στον νόμιμο αντιπρόσωπό του ή στον δικαστικό πληρεξούσιό του, ανάλογα με την ευθύνη καθενός, χρηματική ποινή απο 1.000 ευρώ έως 2.500ευρώ που περιέρχεται στο δημόσιο ως δημόσιο έσοδο, αν προκύψει απο την δίκη ποθ έγινε, ότι αν και το γνώριζαν : 2) διεξήγαγαν την δίκη παρελκυστικά ή δεν τήρησαν τους κανόνες των χρηστών ηθών ή της καλής πίστης ή το καθήκον αληθείας.