Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 21 Απριλίου 2014

Τροποποίηση- Διάπλαση εκκρεμών τραπεζικών Συμβάσεων εν μέσω της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης

       Αγαπητοί αναγνώστες, οι περισσότεροι από εσάς φαντάζομαι πως προβληματίζεστε δια τον λόγον ότι έχετε συμβληθεί εις μία τραπεζική σύμβαση είτε αυτή είναι στεγαστικό, επαγγελματικό, καταναλωτικό δάνειο όταν τα οικονομικά δεδομένα της χώρας και δη οι τιμές των ακινήτων, η φορολογία, οι μισθοί και οι συντάξεις και εντεύθεν η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων ήτο πολύ διαφορετικά εν σχέσει με τα τωρινά μεγέθη, εσείς όμως εξακολουθείτε να αποτελείτε μέρος των ως άνω συμβάσεων. Και αναρωτιέστε αν υπάρχει εις την παρούσα φάση κάποια λύση. 
  Η λύση αυτή υπάρχει και είναι η διάπλαση της εκκρεμούς πιστωτικής σύμβασης από το δικαστήριο. Τί εστί διάπλαση; Διάπλαση της σύμβασης καταρχάς σημαίνει ετερόνομη παρέμβαση από το δικαστή σε μία ήδη διαμορφωμένη σύμβαση που εξακολουθεί να υφίσταται. Αυτό δια να συμβεί πρέπει να προβλέπεται καταρχάς απο το νόμο και να είναι συμβατό με την συνταγματική αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων του άρθρου 5 παρ. 1 του συντάγματος. 

Ευτυχώς ο έλληνας νομοθέτης έχει προβλέψει δια την διάπλαση των συμβάσεων εις το άρθρο 71 Κ.Πολ.Δ εις το οποίο : μεταβολή ή κατάργηση έννομης σχέσης" με δικαστική διαπλαστική αγωγή είναι δυνατή μόνο στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος. 

Οι διατάξεις του ελληνικού αστικού δικαίου που αναφέρονται εις την προαναφερόμενη διάπλαση είναι αυτές των άρθρων 388 ΑΚ εις τις περιπτώσεις απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών επί αμφοτεροβαρών συμβάσεων και η ακόμη πιο γενική ρύθμιση του άρθρου 288ΑΚ η οποία και επιτάσσει την τήρηση της αρχής της καλής πίστης εις όλες τις ενοχικές σχέσεις και εν προκειμένω και στις τραπεζικές πιστώσεις που μας ενδιαφέρουν. 
   Τώρα για να εφαρμοστούν οι ως άνω διατάξεις πρέπει να ισχύουν ορισμένες προυποθέσεις που έχει θεσπίσει ο νομοθέτης, δοθέντος ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις δεν πρέπει να καταστρατηγούν την θεμελιώδη αρχή της "ελευθερίας των συμβάσεων κατ' άρθρο 361ΑΚ), την αρχή των συμπεφωνημένων όπως και την ασφάλεια που πρέπει να ενυπάρχει εις τις συναλλαγές. 
   Οι προυποθέσεις δια την εφαρμογή του άρθρου 288 ΑΚ είναι οι εξής : α. μόνιμη μεταβολή των συνθηκών από την σύναψη της σύμβασης δανείου (στην νομική γλώσσα ονομάζεται πίστωση) κατά το διάστημα απο την σύναψή του μέχρι και το χρόνο άσκησης της αγωγής, ανεξάρτητα από το υπαίτιο, το ανυπαίτιο, το έκτακτο και το απρόβλεπτο των λόγων που προξένησαν την εν λόγω μεταβολή β. ουσιώδης απόκλιση (αύξηση ή μείωση) κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής ανάμεσα στα απο την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη επιβαλλόμενα  και τα συμπεφωνημένα (δόση εννοείται), εις τρόπο ώστε η διατήρηση τούτου να επιφέρει ζημία στον ενάγοντα δανειολήπτη, η οποία υπερβαίνει τον αναλαμβανόμενο με την αρχική σύμβαση κίνδυνο και γ. αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στην μεταβολή των συνθηκών και την επιστροφή του δανείου δια των συμπεφωνημένων τοκοχρεωλυτικών δόσεων.

 Από την άλλη δια την εφαρμογή του άρθρου 388 ΑΚ, η οποία είναι πιο ειδική από αυτή του άρθρου 288ΑΚ, πρέπει δια την εφαρμογή του στο πραγματικό της κάθε πίστωσης ΝΑΙ ΜΕΝ να συντρέχει μεταβολή των περιστατικών εις τα οποία κυρίως τα συμβαλλόμενα μέρη να στήριξαν την σύναψη της ΑΜΦΟΤΕΡΟΒΑΡΟΥΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ (δεν εφαρμόζεται το 388 σε ετεροβαρείς συμβάσεις), β. η μεταβολή να είναι φυσικά μεταγενέστερη της σύναψης του δανείου και γ. να οφείλεται σε λόγους που ήτο έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν δ. Λόγω της μεταβολής των συνθηκών η παροχή του δανειολήπτη που εννοείται ότι είναι η επιστρεφόμενη τοκοχρεωλυτική δόση ενόψει και της αντιπαροχής να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής και ε. η μεταβολή εν σχέση με την γνώση της από τον δανειολήπτη να είναι προβλεπτή ή απρόβλεπτη, ήτοι να μην μπορούσε να προβλεφθεί, διαφορετικά εις την περίπτωση που είναι υπαίτια (δηλ. θα μπορούσε να είχε προβλεφθεί) τότε τυγχάνει εφαρμογής μόνο το άρθρο 288ΑΚ.

Και ναι μεν είναι αληθές ότι όλα τα παραπάνω συνιστούν νομικές ορολογίες που δεν μπορεί να καθίστανται χρήσιμα σε μη έχοντες νομικές γνώσεις, όμως δια απλών παραδειγμάτων μπορούν να καταστούν σχετικά καταννοήσιμα.

Παραδείγματος χάριν, ένας δανειολήπτης δανείστηκε το έτος 2007 (400.000 CHF) ελβετικά φράγκα, ας υποθέσουμε με ισοτιμία 1 ευρώ προς 1,6500CHF)CHF, ήτοι εκταμίευσε εις ευρώ το ποσό των 242.000 € περίπου. Εάν υποθέσουμε ότι μέχρις και σήμερα έχει καταβάλει ένα ποσό της τάξης των 60.000,00 €, θα έπρεπε σύμφωνα με τις προσωπικές του εκτιμήσεις να οφείλει χροντρικά 200.000 . Σήμερα μετά την ραγδαία υποτίμηση του ευρώ εν σχέσει με το ελβετικό και μετά τις ανελλιπείς ως άνω καταβολές του ο εν λόγω δανειολήπτης φέρεται ότι οφείλει 280.000 €. 

Βασικές σκέψεις περί υπαγωγής των ως άνω νομικών κανόνων στο πραγματικό του παραδείγματός μας. 

1. Καταρχάς το δάνειο εις ελβετικό φράγκο είναι αμφοτεροβαρής σύμβαση, δοθέντος ότι η παροχή του οφειλέτη είναι η μηνιαία ΤΟΚΟΧΡΕΩΛΥΤΙΚΗ δόση. Άρα εδώ μπορούν να εφαρμοστούν και τα δύο άρθρα 288 και 388 ΑΚ (θεωρητικά πάντα). Αυτό το αναφέρω, δοθέντος ότι παλαιότερα τα ελληνικά δικαστήρια είχαν ακολουθήσει τη γραμμή ότι η πίστωση συνιστά ετεροβαρή σύμβαση, άρα δεν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 388ΑΚ. Σίγουρα όμως ετεροβαρής σύμβαση συνιστά μόνο το άτοκο σύμφωνα με τον αστικό κώδικα δάνειο.

2. Σίγουρα ενυπάρχει εδώ μεταβολή των συνθηκών, δοθέντος ότι τόσο η μηνιαία δόση όσο και το άληκτο κεφάλαιο έχουν αυξηθεί λόγω της αλλαγής της ισοτιμίας εις ένα ποσοστό της τάξης του 30% περίπου, όσο δηλ. υποτιμήθηκε το ευρώ εν σχέσει με το ελβετικό φράγκο (CHF).-

3. Η μεταβολή αυτής της ισοτιμίας ευρώ- φράγκου τί μπορεί να θεωρηθεί προβλεπτή ή απρόβλεπτη; έχω την πεποίθηση πως η υποτίμηση ενός νομίσματος ως τυχαίο γεγονός είναι ένα πολύ συνηθισμένο γεγονός και δι' αυτόν τον λόγο θα μπορούσε να είχε προβλεφθεί. Όμως εδώ η υποτίμηση έχει υπερβεί το συνηθισμένο μέτρο και σίγουρα για τους καταναλωτές αυτό το γεγονός της ραγδαίας υποτίμησης του ευρώ ήτο γεγονός απρόβλεπτο και έκτακτο. Αυτή την γνώμη αποκόμισα από την μελέτη διάφορων παλαιότερων νομολογιών αναφορικά με την υποτίμηση που μπορεί να έχει ένα νόμισμα και πως μπορεί να επηρεάσει αυτό μία συμβατική σχέση εν σχέση πάντα με την μελέτη των τραπεζικών συμβάσεων και των γενικών όρων συναλλαγής τους.

Συμπερασματικά εις την περίπτωσή μας όπως και σε όλες τις περιπτώσεις μπορεί να γίνει επίκληση και του άρθρου 388ΑΚ αλλά και αυτού του 288ΑΚ. Ούτως ή άλλως το δικαστήριο εις περίπτωση απόρριψης του άρθρου 388ΑΚ μπορεί αυτεπαγγέλτως να εφαρμόσει το 288ΑΚ.

Αντώνης Πράτας
Δικηγόρος Παρ' Εφέταις