Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

Εγγυητής σε Τραπεζικά Δάνεια- Έχει την προστασία του καταναλωτή ;


Αγαπητοί αναγνώστες, τελευταία έχω δεχθεί πολλές ερωτήσεις για κάποιους από εσάς που έχετε συμβληθεί ως εγγυητές σε τραπεζικά δάνεια και μάλιστα ως εγγυητές σε δάνεια σε ελβετικό Φράγκο, δηλαδή σε στεγαστικό δάνειο
Μπορεί ένας εγγυητής λοιπόν στεγαστικού ή και επαγγελματικού δανείου να έχει την προστασία του νόμου περί καταναλωτή όπως έχει ο πρωτοφειλέτης του δανείου ή όχι; Προτού απαντήσω σε αυτή την ερώτηση με απλά λόγια θα σας δώσω να καταλάβετε τί εννούμε όταν λέμε "καταναλωτής" σε σχέση με τις τράπεζες και κατ' επέκταση γιατί έχει μεγαλύτερη προστασία κάποιος καταναλωτής από ότι ότι μία εταιρία κολοσσός -εμπορική απέναντι στις τράπεζες.

"Καταναλωτής" αγαπητοί αναγνώστες θεωρείται σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 5α του ν. 3857/2007 που τροποποίησε το αντίστοιχο άρθρο του ν. 2251/1994 θεωρείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προιόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προιόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής επίσης είναι και αα) κάθε αποδέκτης διαφημιστικού μηνύματος, ββ) κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ του καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής του δραστηριότητας, και Β) Προμηθευτής είναι, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, κατά την άσκηση της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του, προμηθεύει προιόντα ή υπηρεσίες στον καταναλωτή, προμηθευτής δε είναι και ο διαφημιζόμενος
θα μου πείτε τώρα τί σχέση έχουν όλα αυτά με τον εν λόγω τίτλο. ¨Εχουν κάποια σχέση και θα σας το πω αμέσως πιο κάτω. 

Με απλά ελληνικά, καταναλωτής είναι αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος το δάνειο που παίρνει απο την τράπεζα (κάρτα, στεγαστικό δάνειο, επισκευαστικό δάνειο) και όχι αυτός που παίρνει π.χ ένα επαγγελματικό δάνειο προκειμένω να αγοράσει προιόντα να αγοράσει για το μαγαζί του και μετά να τα μεταπωλήσει με σκοπό το κέρδος. 

Άρα λοιπόν, ο τελευταίος νόμος ορίζει ότι την προστασία του καταναλωτή έχει και ο εγγυητής εφόσον όμως θεωρείται "ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗΣ" και ο πρωτοφειλέτης του δανείου και υπό την επιπλέον προυπόθεση, ότι δεν ενεργεί στα πλαίσια της επιχειρηματικής του ή επαγγελματικής του δραστηριότητας. Η θέση αυτή όμως αγαπητοί αναγνώστες μου είναι οπισθολίσθημα σε λίγο πιο παλιές αποφάσεις δικαστηρίων που θεωρούσαν καταναλωτή και τον εγγυητή σε επαγγελματικό δάνειο με το εξής σκεπτικό "...προσέρχεται στην τράπεζα ως πελάτης και είναι αποδέκτης των υπηρεσιών αυτής..... Ειδικότερα ο εγγυητής, ο οποίος συναλλάσεται με την προμηθεύτρια τράπεζα, έχει την ίδια ανάγκη προστασίας με τον δανειολήπτη- πελάτη απέναντι στους προδιατυμένους όρους των συμβάσεων που συνάπτει με την τράπεζα, αφού η τελευταία εκμεταλλευόμενη την διαπραγματευτική της υπεροχή απέναντι σ' αυτόν (εγγυητή) του επιβάλει την δική της συμβατική τάξη.
Οι προηγούμενες βέβαια αυτές αποφάσεις προφανώς και είχαν εκδοθει δυνάμει της τελευταίας νομοθετικής διάταξης, αλλά δυνάμει του προηγούμενου ορισμού του ν. 2251/1994.  

Όμως για φανταστείτε ό,τι είτε σε καταναλωτικά-στεγαστικά είτε σε επαγγελματικά δάνεια εγγυητές μπαίνουν συνήθως συγγενικά πρόσωπα, σύζυγοι, ενήλικα τέκνα αλλά προφανώς συναλλακτικά άπειρα, τα οποία εκ των πραγμάτων και το υπό το βάρος της ψυχολογικής πίεσης να βοηθήσουν το επάγγελμα του πατέρα- συζύγου τους, σαφώς και δεν θα αναζητήσουν το θεμιτό ή οχι των προδιατυπωμένων όρων μίας σύμβασης δανείου, αλλά ούτε και πρόκειται να κοιτάξουν και να συγκρίνουν την υπο υπογραφή σύμβαση δανείου με άλλες άλλων τραπεζών, αλλά και ούτε έχουν την οικονομική και τεχνική υποστήριξη και πόρους για αναζητήσουν την πιο συμφέρουσα δανειακή σύμβαση. Ειδικά όταν η άρνησή τους συνεπάγεται ματαίωση του δανείου και οικονομική καταστροφή του πατέρα ή του συζύγου, τα περιθώρια αντίδρασης των συγγενών είναι ανύπαρκτα. 

Τοιουτοτρόπως εμφανίζονται από την πλευρά του εγγυητή -συγγενή γνωσιολογικά ελλείμματα πληροφόρησης, εναλλακτικών λύσεων και ορθολογικής συμπεριφοράς, δηλαδή οι ίδιες τυπικές καταστάσεις που χαρακτηρίζουν αξιολογικά και την ειδική νομοθεσία για την προστασία των καταναλωτών. Αλλά και ανεξάρτητα από τη συγγενική σχέση μεταξύ εγγυητή και πρωτοφειλέτη, τέτοιες ελλειματικές καταστάσεις, φαίνεται να εμφανίζονται στον κάθε εγγυητή όταν δεν ενεργεί στα πλαίσια της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής του δραστηριότητας. Αυτό συμβαίνει γιατί και αυτός με τη σειρά του υποχρεώνεται να προσχωρήσει στις τυποποιημένες δυνάμει Γενικών Όρων συναλλαγής παραιτήσεις δικαιωμάτων του καθιερωμένων απο το ενδοτικό δίκαιο, χωρίς να έχει παράλληλα τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει δαπάνες για τη λήψη εξειδικευμένων συμβούλων αναφορικά με το μέγεθος του κινδύνου και τις οικονομικές δυνατότητες του πρωτοφειλέτη για αποπληρωμή του χρέους, ούτε να επιλέξει άλλον προμηθευτη-τράπεζα, που έχει εκ των προτέρων επιλεχθεί απο τον υπερ ου η εγγύηση. Για τους ανωτέρω λόγους λοιπόν, ο εγγυητής σαφώς και πρέπει να έχει αυτόνομης προστασίας και όχι να είναι εξαρτημένος απο το αν ο πρωτοφειλέτης έχει την ιδιότητα ή όχι του καταναλωτή, δηλαδή η προστασία του να είναι παρεπόμενη αυτού του χαρακτηρισμού. 

Καταλήγουμε λοιπόν στο συμπέρασμα : Εγγυητές σε συμβάσεις στεγαστικών δανείων είτε σε ελβετικό Φράγκο είτε σε ευρώ, καταναλωτικών δανείων, καρτών πιστωτικών σαφώς και έχουν την προστασία του καταναλωτή από τη στιγμή που έχει παγιωθεί νομολογιακά ότι καταναλωτής είναι και ο πρωτοφειλέτης των ανωτέρω. 
Το πρόβλημα είναι με τα λεγόμενα επαγγελματικά δάνεια, πιστώσεις, αλληλοχρέους λογαριασμούς, τα οποία χρήματα χρησιποποιούνται απο τους δανειστές για την αγορά προιόντων με σκοπό τη μεταπώληση στην αγορά. Εκεί με το νέο νομικό καθεστώς ο εγγυητής θεωρητικά πάντα δεν έχει την προστασία του νόμου περί προστασία των καταναλωτών. Το πράγμα αλλάζει όμως, αν π.χ το επαγγελματικό δάνειο χρησιμοποιήθηκε για να φτιάξει το μαγαζί του ο έμπορος ή να αγοράσει επαγγελματικό όχημα. Τότε θεωρείται τελικός αποδέκτης των προιόντων της Τράπεζας και θεωρείται καταναλωτής τόσο ο πρωτοφειλέτης όσο και ο εγγυητής. Ας δώσω ένα παράδειγμα της προστασίας του ν. 2251/1994 περί προστασίας του καταναλωτή. Ο γενικός όρος συναλλαγής σύμβασης δυνάμει του οποίου το επιτόκιο θα υπολογίζεται με έτος 360 ημερών αντί για 365 είναι αυτοδικαίος άκυρος ως καταχρηστικός για έναν καταναλωτή, γιατί προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, ενώ για έναν έμπορο ή εταιρία που δεν έχει την ιδιότητα του καταναλωτή δεν είναι. Θα μου πείτε τί κερδίζει με αυτό ο καταναλωτής! Κερδίζει πολύ απλά χρόνο και κάτι οικονομικό φυσικά, ιδίως για δάνεια μακροχρόνιας διάρκειας, διότι με τις παρούσες οικονομικές συγκυρίες, εάν η τράπεζα καταγγείλει τη σύμβαση και προχωρήσει σε διαταγή πληρωμής με σχετική ανακοπή ο οφειλέτης ανατρέπει όλη την υπάρχουσα κατάσταση με το σκεπτικό ότι όλα αυτά τα χρόνια η τράπεζα δημιούργησε μία πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση της τάξης του 1,3889% (αν θυμάμαι καλά), χωρίς να μπορεί αυτή η επιβάρυνση να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή απο κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της τράπεζας.Πρακτικά, με την ανακοπή σίγουρα θα ζητηθεί από την Τράπεζα λογιστική πραγματογνωμοσύνη με προδικαστική απόφαση που αποφασίσει για το σωστό ύψος του οφειλόμενου ποσού και όλα αυτά σημαίνουν πως η τράπεζα δεν μπορεί να κινηθεί με αναγκαστικά μέσα εκτέλεσης κατά της περιουσίας των οφειλετών για μεγάλο χρονικό διάστημα που μπορεί να φτάσει και τα 3 χρόνια, ίσως και παραπάνω.

ΤΕΛΙΚΟ ΑΠΟΦΘΕΓΜΑ 
Η κάθε περίπτωση δανείου επαγγελματικού δανείου πρέπει να μελετάται ξεχωριστά προκειμένου να δούμε σε ποιά διάταξη νόμου πρέπει να υπαχθεί.

Αντώνιος Πράτας
Δικηγόρος Παρ΄εφέταις.       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου